- στεγαστής
- [стэгастис] ουσ. а. кровельщик.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
στεγαστής — ὁ, Μ [στεγάζω] αυτός που στεγάζει, που σκεπάζει κάτι … Dictionary of Greek
στεγασταῖς — στεγαστής one who covers masc dat pl στεγαστός covered fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεγαστά — στεγαστά̱ , στεγαστής one who covers masc nom/voc/acc dual στεγαστής one who covers masc voc sg στεγαστής one who covers masc nom sg (epic) στεγαστός covered neut nom/voc/acc pl στεγαστά̱ , στεγαστός covered fem nom/voc/acc dual στεγαστά̱ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)